εξευγενισμός

εξευγενισμός
Διαδικασία κατεργασίας ή επεξεργασίας μη τελικών προϊόντων, με σκοπό τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους. Από τις πιο συνηθισμένες διαδικασίες ε. είναι οι ακόλουθες: Ο ε. των ορυκτών ελαίων, που επιτυγχάνεται με διαδοχικές χημικές επεξεργασίες και αποχρωματισμούς των προϊόντων διύλισης του πετρελαίου, των λιπαντικών ελαίων και της βενζίνης για να εξαλειφθούν τα λιγότερο ευσταθή προϊόντα και συνεπώς η δυσάρεστη οσμή και το χρώμα. Ο ε. της ζάχαρης, που επιτελείται με την εκτόξευση ενός πίδακα ύδατος ή καθαρού σιροπιού, που διασκορπίζεται με τη βοήθεια ατμού ή πεπιεσμένου αέρα κατά τη φάση της φυγοκέντρισης προκειμένου να απομακρύνει το στρώμα του κίτρινου σιροπιού που προσκολλάται στην επιφάνεια των κρυστάλλων της ζάχαρης, και τον αποχρωματισμό με ενεργό άνθρακα της ζάχαρης η οποία βρίσκεται σε διάλυση στο νερό μετά τη φυγοκέντριση. Η επεξεργασία πραγματοποιείται με τη βοήθεια ενός αναμείκτη στους 800-900°C. Ο ε. λιπών, που γίνεται με μια σειρά εργασιών για τον καθαρισμό των λιπαρών ουσιών πριν από τη χρήση τους. Ανάλογα με τις περιπτώσεις, διενεργείται με απαγωγή των οξέων για να απομακρυνθούν τα ελεύθερα λιπαρά οξέα, αποχρωματισμό με αποχρωστικές ουσίες, επεξεργασίες με ατμό σε κενό για την εξάλειψη των δυσάρεστων οσμών με υδρογόνωση για τη βελτίωση της ποιότητας. Ο ε. κυτταρίνης, που πραγματοποιείται με τη μηχανική κατεργασία της κυτταρίνης, παρουσία νερού, για να βραχυνθούν οι ίνες της (αποΐνωση). Μετά την κατεργασία, η κυτταρίνη καθίσταται καταλληλότερη για τον σχηματισμό της γνωστής μας χαρτομάζας. Ο ε. του θείου, που επιτυγχάνεται με διύλιση του ακατέργαστου θείου σε κατάσταση τήξης η οποία επιφέρει απομάκρυνση του 2% των μεταλλικών ουσιών που περιέχονται σε αυτό. Ο ηλεκτρολυτικός ε. των μετάλλων, που χρησιμοποιείται για τη λήψη τελείως καθαρών μετάλλων γίνεται με την υποβολή των μετάλλων σε ηλεκτρόλυση μέσα σε κατάλληλα δοχεία και με κατάλληλους ηλεκτρολύτες.
* * *
ο (Α ἐξευγενισμός)
νεοελλ.
1. πνευματική και ηθική βελτίωση («εξευγενισμός τών ανθρώπων»)
2. χημ. η βελτίωση τών ιδιοτήτων ενός προϊόντος με διάφορες κατεργασίες
αρχ.
η αλλοίωση τού γένους, ο εκφυλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξευγενίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ν. Ι. Σαρίπολο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξευγενισμός — ο 1. η εξύψωση του ήθους. 2. η βελτίωση ζωικού ή φυτικού είδους με επιστημονικές μεθόδους. 3. η βελτίωση των ιδιοτήτων ενός προϊόντος με διάφορες κατεργασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» …   Dictionary of Greek

  • διυλιστήριος — ο 1. ο χρήσιμος στη διύλιση 2. το ουδ. ως ουσ. το διυλιστήριο α) το σύνολο τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο καθαρισμός ή εξευγενισμός διαφόρων ουσιών ή ο διαχωρισμός ουσίας στα προϊόντα της με απόσταξη β) ο διυλιστήρας …   Dictionary of Greek

  • διύλιση — η (AM διύλισις) ο καθαρισμός υγρού με διήθηση ή απόσταξη νεοελλ. ο καθαρισμός ή εξευγενισμός μιας πρώτης ύλης για να παραληφθούν χρήσιμα προϊόντα …   Dictionary of Greek

  • εξανθρωπισμός — ο ο εκπολιτισμός, η εξημέρωση, ο εξευγενισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξανθρωπίζω. Η λ. μαρτυρειται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εξευγένιση — η εξευγενισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξευγενίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ε. Α. Σίμο] …   Dictionary of Greek

  • ημέρωση — η (AM ἡμέρωσις) [ημερώνω] η εξημέρωση, το ημέρωμα αρχ. 1. (για γη) καλλιέργεια («αἱ ἐξημερώσεις καὶ αἱ κοπρίσεις», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξευγενισμός («ἀνθρώπων ἡμερώσεις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • καθαριότητα — η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) [καθάριος] 1. η ιδιότητα τού καθάριου, η πάστρα 2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός αρχ. 1. διαύγεια («καθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • εξανθρωπισμός — ο ο εκπολιτισμός, η εξημέρωση των ανθρώπων, ο εξευγενισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”